- εὐδιαφορέω
- εὐδιαφορ-έω,A = εὐφορέω, κατὰ τὴν γέννησιν Gp.19.6.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐδιαφορεῖν — εὐδιαφορέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)